обворовывать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обворовывать - translation to γαλλικά


обворовывать      
разг.
dépouiller , détrousser , dévaliser
friponner      
{vt} {уст.}
обворовывать
baluchonner      
{vt} {арго}
обворовывать

Ορισμός

обворовывать
ОБВОРОВЫВАТЬ, обворовать кого, окрадывать (обкрадывать), обокрасть, похищать, сносить, брать татьбою, в несколько приемов, либо во множестве. Вся дворня нашу барыню обворовывает. Его в эту ночь кругом обворовали. Обворовыванье ср., ·длит. обворованье ·окончат. действие по гл.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обворовывать
1. Это лишь одна из схем, позволяющих обворовывать государство.
2. Жуликам достаточно "дооборудовать" банкомат - и можно обворовывать всех его клиентов.
3. Жильцы резонно спрашивают: сколько же нас будут обворовывать?
4. ПРОИСШЕСТВИЯ Испачканный пассажир На Московском метрополитене стали обворовывать новым способом.
5. "Я, как глава республики, никому не позволю обворовывать народ.